Όταν ο γιατρός εντοπίσει βλάβη- στένωση του αγγείου- θα πρέπει να εκτιμήσει τη βαρύτητα της βλάβης αυτής και αν είναι σημαντικού βαθμού, συνήθως >70%, «την ανοίγει» με ένα μπαλονάκι. Μέσω του ίδιου καθετήρα που εγχύθηκε το σκιαγραφικό, προωθεί ένα σύρμα- οδηγό. Πάνω απ’ αυτό το σύρμα που θα λειτουργήσει σαν «ράγα», θα περάσει ένας καθετήρας που φέρει στην κορυφή του ένα μπαλονάκι. Είναι μια «κοινή φούσκα» που περιβάλλεται από ένα πλέγμα, το stent. Όταν το μπαλονάκι φτάσει στο ύψος της βλάβης (αυτό φαίνεται ακτινοσκοπικά, δηλαδή με μηχάνημα παρόμοιο με αυτό των ακτινογραφιών, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση «τραβάει βίντεο» αντί για στατικές εικόνες), συνδέεται το μπαλονάκι με μια τρόμπα και ο γιατρός το φουσκώνει σε συγκεκριμένες ατμόσφαιρες πίεσης σύμφωνα με το μέγεθός του και τις οδηγίες του κατασκευαστή. (Το μπαλόνι δεν φουσκώνει με αέρα αλλά με ήλιον, ώστε σε περίπτωση που το μπαλονάκι σπάσει, να μην προκαλέσει επιπλοκές όπως πχ εμβολές, καθώς το ήλιον διαχέεται πολύ γρήγορα και δεν προκαλεί προβλήματα). Καθώς το μπαλόνι φουσκώνει, πολτοποιεί την πλάκα που προκαλεί τη στένωση, «λιώνοντάς» την πάνω στα τοιχώματα του αγγείου. Για να αποφευχθεί δε η επαναστένωση της βλάβης, στην περιοχή εναποτίθεται το stent που περιέβαλλε το μπαλόνι πριν φουσκώσει.
Στη συνέχεια το μπαλόνι ξεφουσκώνει και το σύστημα αποσύρεται. Στην περιοχή παραμένει το μεταλλικό πλέγμα (stent) που συγκρατεί την πολτοποιημένη πλάκα στα τοιχώματα του αγγείου και παράλληλα απελευθερώνει βραδέως φάρμακα που εμποδίζουν την ανάπτυξη της πλάκας.
Το τέλος της διαδικασίας.
Στο τέλος, όλα τα υλικά αποσύρονται. Αφαιρείται το θηκάρι ή αν έχει γίνει «μπαλονάκι» (αγγειοπλαστική), το θηκάρι ράβεται και αφαιρείται λίγες ώρες αργότερα.